- υδρόεις
- -εσσα, -εν και συνηρ. τ. θηλ. Ὑδροῡσσα, Α(ποιητ. τ.)1. αυτός που τού αρέσει το νερό, υδροχαρής2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ὑδροῡσσαα) ονομασία τής νήσου Τήνοςβ) νησί κοντά στην Αττική.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- τού ὕδωρ* + κατάλ. -όεις*].
Dictionary of Greek. 2013.